Στο νησί γίνονται πυρετώδεις προετοιμασίες για τις
επικείμενες εκλογές.
Δύο αντίπαλες παρατάξεις με τους αντίστοιχους κομματάρχες
διαγκωνίζονται με κάθε θεμιτό, αθέμιτο και παράνομο μέσο για να εξασφαλίσουν
τις ψήφους του κοσμάκη ή για να βεβαιωθούν ότι αυτές δεν θα καταλήξουν στους
αντίπαλους υποψήφιους βουλευτές.
Αυτή είναι όλη και όλη η ιστορία αυτού του διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που μετατράπηκε – με
εντυπωσιακό θα πρέπει να πω τρόπο – σε ένα θεατρικό που συμπυκνώνει μέσα του
όλη την παθογένεια, τα στραβά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία
(φτώχια, αμορφωσιά, υπέρμετρη κουτοπονηριά), τα οποία εκμεταλλεύονται ανάλογα
οι πολιτικοί.
Είναι τόσες οι καινοτομίες της παράστασης, που θέλησα να
μιλήσω κατευθείαν με τους συντελεστές της, για να μου τις εξηγήσουν με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο.
Το πρώτο στοιχείο που με κέντρισε ιδιαίτερα είναι η αντίθεση
μεταξύ της γλώσσας του Παπαδιαμάντη μια
αρκετά απλοποιημένη καθαρεύουσα– και του
μινιμαλιστικού σκηνικού. Όπως μου εξήγησε η ομάδα, το διήγημα διαδραματίζεται
σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του νησιού, άρα ήταν αδύνατο να παρουσιαστεί στη
σκηνή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πολύ
γοητευτικό δίπολο των τραπεζιών που αποτελούσαν το σύνολο –πρακτικά – των
σκηνικών εργαλείων που μετατρέπονταν στα πάντα, από… τραπέζια (!) μέχρι βάρκες,
πλοία και σπίτια από την μια, και της πεπαλαιωμένης μορφής του
λόγου, με τα δύο να αλληλοσυμπληρώνονται και να δημιουργούν εικόνες – αστείες,
θλιβερές, γελοίες, τραγικές εικόνες.
Το δεύτερο στοιχείο που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν η
φυσικότητα, ο συντονισμός και η ροή της ομάδας. Σε τέτοιο σημείο που θεώρησα
ότι προϋπήρχε – και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα – προτού ασχοληθεί με
το συγκεκριμένο κείμενο. Και ομολογώ ότι εκπλάγηκα ευχάριστα όταν έμαθα ότι η
αρχική ιδέα προήλθε από τον Κώστα Παπακωνσταντίνου, τον σκηνοθέτη της παράστασης –
για τον οποίο θα αναφερθώ πιο εκτεταμένα στη συνέχεια – ο οποίος την απεύθυνε στις Αγγελική Μαρίνου
και Ροζαμάλια Κυρίου, οι οποίες και ανέλαβαν να συγκεντρώσουν την ομάδα. Και
ακόμη μεγαλύτερη ήταν η έκπληξή μου όταν έμαθα ότι η διανομή των ρόλων ήταν
αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ψαξίματος. Είναι τόσο φυσικοί όλοι τους σε αυτό που
κάνουν που είναι λες και ο κάθε χαρακτήρας φτιάχτηκε ειδικά για τον
συγκεκριμένο ηθοποιό. Ή ότι κατέληξαν ο καθένας στο ρόλο του μετά την πρώτη
ανάγνωση!
Το τρίτο και πιθανόν σημαντικότερο στοιχείο που κάνει
καινοτόμα την παράσταση είναι η κατάργηση του αφηγητή. Θεώρησε η ομάδα ότι αν
υπήρχε κάποιος ο οποίος θα αφηγούταν-παρουσίαζε την παράσταση, και οι ηθοποιοί
απλώς θα έλεγαν τα λόγια τους, θα χανόταν μεγάλο κομμάτι της δύναμης του
κειμένου. Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω απολύτως μαζί τους. Η επίδραση που είχε
επάνω μου ο ηθοποιός που απευθυνόταν – και – σε εμένα, ως μέρους του κοινού
είναι τόσο μεγάλη που πραγματικά δυσκολεύομαι πολύ να την εξηγήσω. Θεωρώ πως
αυτό ειδικά το στοιχείο είναι που την έκανε απολύτως οικεία, και ταυτόχρονα
καταργούσε κάθε πιθανό φραγμό που τυχόν έθετε η ιδιάζουσα γλώσσα του κειμένου.
Αντί για οποιοδήποτε άλλο επίλογο, και με την άδεια της
υπόλοιπης ομάδας, θα ήθελα να αναφερθώ στον σκηνοθέτη της παράστασης.
Η μέχρι τώρα εμπειρία μου με ηθοποιούς που σε κάποια φάση αποφασίζουν
να σκηνοθετήσουν κυμαίνεται μεταξύ του θλιβερού και της αδιαφορίας. Με άλλα
λόγια, διαπιστώνω ότι αν κάποιος ηθοποιός δεν έχει αντίστοιχες σπουδές και
επιχειρήσει να σκηνοθετήσει, οι πρώτες του προσπάθειες στέφονται από αποτυχία –
παταγώδη στις περιπτώσεις εκείνες που αποφασίζει να παίξει κιόλας στην
παράσταση που σκηνοθετεί. Χαίρομαι πάρα πολύ να αναφέρω ότι αυτή είναι μια
τεράστια εξαίρεση σε αυτό τον – αυθαίρετο και απολύτως προσωπικό – κανόνα.
Δεν γνωρίζω αν ο Κώστας Παπακωνσταντίνου φέρει οποιεσδήποτε
σπουδές σκηνοθεσίας, ωστόσο σε αυτό του το πρώτο τόλμημα καταφέρνει να συν-υπογράψει
μια παράσταση που είναι από τις πλέον ευφάνταστες από όσες έχω δει τα τελευταία
χρόνια από τη μία, και από την άλλη να αναδείξει και να ‘εκμαιεύσει’ το απόλυτο
των δυνατοτήτων των ηθοποιών που είχε στη διάθεσή του. Ο πειρασμός να αναφερθώ
σε καθένα από αυτούς ξεχωριστά είναι τεράστιος, αλλά δεν θα πέσω στην παγίδα,
επειδή σε αυτή την περίπτωση το σεντόνι που θα προκύψει θα τυλίγει το
λεκανοπέδιο δύο φορές τουλάχιστον!!
Τα όσα έγραψα σε σχέση με την υποκριτική ισχύουν και για τον
ίδιο. Σε κανένα σημείο της παράστασης δεν μου φάνηκε να υστερεί έναντι των
υπολοίπων, ενώ ο μονόλογός του προς το τέλος της παράστασης αναδεικνύει με
συγκλονιστικό τρόπο – και θέλω να είμαι απόλυτος σε αυτό – τα λόγια του
Παπαδιαμάντη, που με τη σειρά τους παρουσιάζουν σε όλη της την τραγικότητα την
κυριότερη αιτία της αποτυχίας αυτού του λαού να μετατραπεί από όχλο σε ένα
σύνολο πολιτών: την φτώχια, υλική και ηθική.
Μάριος Ιωάννου
Χαλασοχώρηδες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
Σκηνικά-κοστούμια: Λυδία Κοντογιώργη
Μουσική:
Θοδωρής Οικονόμου
Σχεδιασμός φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Φωτογραφίες: Studio 112
Σχεδιασμός προωθητικού υλικού: Χρήστος Ατζινάς
Ελισσαίος Βλάχος
Παύλος Εμμανουηλίδης
Θοδωρής Θεοδωρίδης
Ροζαμάλια Κυρίου
Αγγελική Μαρίνου
Κώστας Παπακωνσταντίνου
Παναγιώτης Σούλης
Ημέρες παράστασης: Κυριακή, 21 και 28 Απριλίου
Θέατρο Αλκμήνη (Αλκμήνης 8, Γκαζι, μετρό Κεραμεικός)
Τηλέφωνο: 2103428650